σουραυλίζω

σουραυλίζω
παίζω σουραύλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουραυλίζω — Ν [σουραύλι] παίζω σουραύλι …   Dictionary of Greek

  • σουραύλισμα — το, Ν [σουραυλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουραυλίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”